Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

τον πλήρωσα

  • 1 νόμισμα

    τό
    1) монета; μεταλλικά νομίσματα металлические деньги; звонкая монета;

    νόμισμα χρυσό (αργυρό, χάλκινο) — золотая (серебряная, медная) монета;

    χάρτινο νόμισμα — банкнот;

    νόμισμα 10 δραχμών — монета в 10 драхм;

    κάλπικο ( — или κίβδηλο) νόμισμα — фальшивая монета;

    κόβω νόμισμα — чеканить монету;

    2) деньги, денежный знак; — валюта § τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα — я ему отплатил той же монетой;

    η άλλη πλευρά τού νομίσματος обратная сторона медали

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > νόμισμα

  • 2 παραπάνω

    1. επίρρ.
    1) выше; 2) дальше; 3) больше;

    παραπάνω απ' το μισό — больше половины;

    παραπάνω από — сверх, кроме;

    παραπάνω από το πρόγραμμα — сверх плана;

    τον πλήρωσα παραπάνω — я ему заплатил больше, чем нужно, я ему переплатил;

    § τα παραπάνω — вышесказанное; — вышеуказанное; — вышеизложенное;

    από τα παραπάνω βγαίνει ( — или φαίνεται) — из сказанного, из вышеизложенного следует;

    2. (τό) излишек, избыток;

    με το παραπάνω — с лихвой; — очень хорошо;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > παραπάνω

См. также в других словарях:

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • παραπέφτω — 1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα») 2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ την αδυναμία») …   Dictionary of Greek

  • πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… …   Dictionary of Greek

  • επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεματάω — και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος 1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι. 2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα. 3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. –… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»