-
1 νόμισμα
τό1) монета; μεταλλικά νομίσματα металлические деньги; звонкая монета;νόμισμα χρυσό (αργυρό, χάλκινο) — золотая (серебряная, медная) монета;
χάρτινο νόμισμα — банкнот;
νόμισμα 10 δραχμών — монета в 10 драхм;
κάλπικο ( — или κίβδηλο) νόμισμα — фальшивая монета;
κόβω νόμισμα — чеканить монету;
2) деньги, денежный знак; — валюта § τον πλήρωσα με το ίδιο νόμισμα — я ему отплатил той же монетой;
η άλλη πλευρά τού νομίσματος обратная сторона медали -
2 παραπάνω
1. επίρρ.1) выше; 2) дальше; 3) больше;παραπάνω απ' το μισό — больше половины;
παραπάνω από — сверх, кроме;
παραπάνω από το πρόγραμμα — сверх плана;
τον πλήρωσα παραπάνω — я ему заплатил больше, чем нужно, я ему переплатил;
§ τα παραπάνω — вышесказанное; — вышеуказанное; — вышеизложенное;
από τα παραπάνω βγαίνει ( — или φαίνεται) — из сказанного, из вышеизложенного следует;
2. (τό) излишек, избыток;με το παραπάνω — с лихвой; — очень хорошо;
См. также в других словарях:
νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… … Dictionary of Greek
παραπέφτω — 1. πέφτω παράμερα από αμέλεια ή από απροσεξία («παράπεσε κάπου ο λογαριασμός και δεν τον πλήρωσα») 2. παραπαίω, τρικλίζω («παραπέφτει απ την αδυναμία») … Dictionary of Greek
πληρώνω — πλήρωσα, πληρώθηκα, πληρωμένος 1. δίνω το αντίτιμο, το χρέος ή την αμοιβή: Σήμερα που είχαμε χρήματα πληρώσαμε το χρέος μας, τα πράγματα που αγοράσαμε και τον εργάτη που μας δούλεψε. 2. μτφ., ανταποδίδω, τιμωρώ: Να του το πληρώσει ο Θεός. 3. το… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μύτη — (Ανατ.). Στον άνθρωπο η μ. παρουσιάζεται σαν μια πυραμιδοειδής προεξοχή στο κέντρο περίπου του προσώπου. Αποτελεί σημαντικό αισθητικό, φυσιογνωμικό και φυλετικό στοιχείο, αλλά και τη φυσική προστασία των πρώτων αεροφόρων οδών και το όργανο της… … Dictionary of Greek
επάνω — και (α)πάνω και (α)πάνου επίρρ. τοπ. 1. άνω, ψηλά, σε τόπο ή σημείο ψηλότερο σχετικά με τον ομιλητή: Ποιος είναι εκεί πάνω; 2. πάνω σε κάτι, πάνω στο: Το άφησα πάνω στο θρανίο. 3. εναντίον κάποιου ή αντίθετα προς κάποια διεύθυνση: Όρμησε πάνω του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζεματάω — και ζεματίζω ζεμάτισα, ζεματίστηκα, ζεματισμένος 1. μτβ., προκαλώ εγκαύματα με ζεστό υγρό: Με ζεμάτισε το λάδι. 2. βράζω κάτι: Ζεματίζω τα χόρτα. 3. μτφ., προξενώ βλάβη σε κάποιον, κυρίως οικονομική: Η κατάθεση αυτού του μάρτυρα τον ζεμάτισε. –… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)